- τυροφαγία
- η, Ν [τυροφάγος]το να τρώει κανείς πολύ ή μόνον τυρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροφαγία — η 1. το να τρώει κανείς πολύ τυρί. 2. το να γευματίζει κανείς με τυρί μόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
ՊԱՆՐՈՒՏԻ — (տւոյ կամ տոյ, տիք, տեաց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c, 14c գ. τυροφαγία (պանրակերութիւն). գրի եւ ՊԱՆՐՈՒՏԷ, ՊԱՆԴՐՈՒՏՈՒ. Շաբաթապահք յունաց՝ առանց միս ուտելոյ՝ ճաշակմամբ պանրոյ եւ կթոյ. մսկտուր. *Ասել՝ թէ աւանդ է մեր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)